- πυρωπός
- -ή, -ό / πυρωπός, -όν, ΝΑ1. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, όμοιος με φωτιά2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και τού οποίου η διαφανής μορφή αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή ρουμπίνι τού Ακρωτηρίουαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυρωπόνείδος ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες2. (το ουδ. ως επίρρ.) με πυρώδες βλέμμα («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + -ωπός* (πρβλ. αρρεν-ωπός, γοργ-ωπός)].
Dictionary of Greek. 2013.